Η μετεγχειρητική περίοδος ξεκινάει από τη στιγμή που θα βγει ο ασθενής από το χειρουργείο και διαρκεί έως ότου εμφανιστούν οι τρίχες από τα μεταμοσχευμένα τριχοθυλάκια. Η μετεπεμβατική φροντίδα του ασθενούς είναι το σημαντικότερο κομμάτι της μετεγχειρητικής περιόδου και παίζει σημαντικό ρόλο, τόσο στο τελικό αποτέλεσμα, όσο και στη ψυχολογία του ασθενούς, προκειμένου να εκλάβει τη διαδικασία θετικά, γεγονός που θα του επιτρέψει να επανέλθει για επιπλέον συνεδρίες και ολοκλήρωση του αποτελέσματος, αν αυτό απαιτείται.
Μετεγχειρητική περίοδος
Η συνολική φροντίδα του ασθενούς που υποβλήθηκε σε μεταμόσχευση μαλλιών χωρίζεται σε 2 στάδια:
- Άμεση μετεγχειρητική φροντίδα
- Μετέπειτα φροντίδα
Είναι απαραίτητο να δίνονται πάντοτε σαφείς, ευκολονόητες, έγγραφες οδηγίες για τη μετεγχειρητική περίοδο, που να απαντάνε όλες τις πιθανές απορίες του ασθενούς και ο ιατρός πρέπει να είναι συνεχώς διαθέσιμος για τον ασθενή.
- Άμεση μετεγχειρητική φροντίδα
Η άμεση μετεγχειρητική φροντίδα είναι κυρίως ευθύνη του ασθενούς, που πρέπει να ακολουθήσει πιστά τις οδηγίες που εγγράφως έχει λάβει από τον ιατρό του. Παρακάτω αναφέρονται οι κύριες οδηγίες ανάλογα με την επιπλοκή ή το σημείο/σύμπτωμα και ισχύουν οι ίδιες και για τις δυο τεχνικές μεταμόσχευσης μαλλιών, FUT και FUE, εκτός να τονίζεται διαφορετικά:
Τραύμα: Στόχος είναι η αποφυγή δημιουργίας εσχάρας (crust) στα τραύματα της δότριας και λήπτριας περιοχής (κοινώς ονομαζόμενο «κακάδι») και αυτό επιτυγχάνεται με τον ψεκασμό των περιοχών αυτών με φυσιολογικό ορό. Η διατήρηση συνθηκών υγρασίας προάγει την επούλωση των τραυματισμένων ιστών και μειώνει τη δυσφορία.
Τόσο η δότρια, όσο και η λήπτρια περιοχή δεν χρειάζονται επίδεση, απλά ο ασθενής αποχωρεί με μια γάζα και μια σφιχτή ελαστική κορδέλα που κρατάει τη γάζα πάνω στην τομή στην ινιακή περιοχή και ταυτόχρονα περιορίζει το οίδημα της μετωπιαίας περιοχής. Στη μέθοδο FUT πρώτα επουλώνονται τα μοσχεύματα στη δότρια περιοχή και έπειτα στη λύπτρια, ενώ στη μέθοδο FUE ισχύει το αντίθετο.
Ο τακτικός ψεκασμός των περιοχών με φυσιολογικό ορό 0,9% NaCl είναι απολύτως απαραίτητος και είναι ευθύνη του ασθενούς για τις πρώτες 3-4 ημέρες να ψεκάζει κάθε 30-60min τα μοσχεύματα, τις ώρες που είναι ξύπνιος. Ο ασθενής δεν μπορεί να «παραψεκάσει» τα μοσχεύματα ή να προκαλέσει βλάβη από τον ψεκασμό-υγρασία και είναι απαραίτητο να το γνωρίζει αυτό. Κάποιοι χειρουργοί συστήνουν σκευάσματα με copper peptides για επάλειψη ενώ άλλοι προτείνουν αντιβιοτικές αλοιφές ή άλλα τοπικά σκευάσματα. Ενώ τα προϊόντα copper peptides έχουν βρεθεί να είναι αποτελεσματικά, καμία από τις άλλες πρακτικές δεν έχει αποδειχθεί να προσφέρει κάποιο πλεονέκτημα, ενώ κάποια από αυτά τα σκευάσματα σχετίζονται με αλλεργικές αντιδράσεις και πρέπει να αποφεύγονται.
Πόνος: Αν οι χειρουργικοί χειρισμοί ήταν σωστοί και εφόσον δεν υπέπεσε ο χειρουργός σε υπερβάσεις, ο πόνος είναι ήπιος και οι ασθενείς αναφέρουν κυρίως αίσθημα τραβήγματος και καρηβαρίας (ελαφρύς πονοκέφαλος) μετεγχειρητικά, ακόμα και όταν περάσει η δράση των αναισθητικών που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του χειρουργείου. Ήπια παυσίπονα είναι αρκετά και είναι προτιμότερο να δίνονται ανά 8 ώρες για τις πρώτες 2 μέρες, ανεξάρτητα αν πονάει ο ασθενής ή όχι.
Επίσης, έχει προταθεί η χρήση Low Level Laser για την ανακούφιση του πόνου με αρκετά καλή αποτελεσματικότητα.
Οίδημα: Το οίδημα είναι φυσιολογική αντίδραση στο χειρουργικό τραυματισμό και δεν θεωρείται επιπλοκή. Ξεκινάει διεγχειρητικά, αλλά γίνεται αντιληπτό από την 1η μετεγχειρητική ημέρα. Είναι πιθανό να κατέλθει μέχρι τις οφθαλμικές κόγχες και να προκαλέσει εκχύμωση (μελάνιασμα), ακόμα και δυσκολία στην όραση αν είναι εκτενές. Πολλές μέθοδοι έχουν προταθεί για τη μείωση του οιδήματος στη μεταμόσχευση, τόσο πρακτικές, όπως η χρήση «κορδέλας» κάτω από το hairline και η χρήση παγοκύστης, όσο και φαρμακευτικές, με τη χρήση στεροειδών per os ή ενδομυϊκά. Πιθανόν η πιο αποτελεσματική λύση είναι η διεγχειρητική ένεση tumescent διαλύματος που περιέχει triamcinolone, τεχνική που προτάθηκε αρχικά από τον κρανιοπροσωπικό χειρούργο Neil-Dwyer και επιβεβαιώθηκε η αποτελεσματικότητά τής στις επεμβάσεις μεταμόσχευσης από τους Gholamali et al. και τον Abbasi.
Μετεγχειρητικά, η στάση του σώματος κατά τον ύπνο έχει επίδραση στη λεμφική παροχέτευση του οιδήματος και προτείνεται η πλάγια θέση κατάκλισης για τις 3 πρώτες μετεγχειρητικές ημέρες.
Αιμορραγία: Με την τεχνική FUT, η επιπλοκή αυτή εμφανίζεται σπάνια, τις περισσότερες φορές στις πρώτες 24h, κυρίως στη δότρια περιοχή και εμφανίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε αρκετές συνεδρίες μεταμόσχευσης ή έχουν εκτενείς ουλές από παλαιές επεμβάσεις punch grafts. Η απλή πίεση αρκεί για αιμόσταση και σπάνια θα χρειαστεί προσθήκη ραμμάτων ή απολίνωση αγγείου. Αιμορραγία κατά την 4η-5η ημέρα οφείλεται αποκλειστικά σε αιμάτωμα που εκτονώθηκε και γενικά δεν επηρεάζει τη σύγκλειση του τραύματος. Φροντίδα πρέπει να δίνεται ώστε οι υπερτασικοί ασθενείς να μην παραλείπουν την αγωγή τους μετεγχειρητικά. Με την τεχνική FUE δεν έχει αναφερθεί αιμορραγία μετεγχειρητικά.
Αποκόλληση μοσχευμάτων: Αποτελεί τυπική φοβία των ασθενών μετά τη μεταμόσχευση μαλλιών. Συμβαίνει σπάνια μεταξύ της 1ης και της 5ης μετεγχειρητικής ημέρας και σχετίζεται με την παραμονή εσχάρας επί των μοσχευμάτων. Συνήθως συμβαίνει από απευθείας τραύμα στη λήπτρια περιοχή και δεν μπορεί να συμβεί από απλό άγγιγμα. Σπανίως τα μοσχεύματα επιβιώνουν από την αποκόλληση προκειμένου να επανατοποθετηθούν στη λήπτρια περιοχή και μόνον στην περίπτωση που ο ασθενής θα προλάβει να τα τοποθετήσει σε αυτοσχέδιο φυσιολογικό ορό ή σε διάλυμα φακών επαφής και να προσέλθει αμέσως στο χειρουργό του.
Σύμφωνα με εκτενή μελέτη των Bernstein και Rassman, το τράβηγμα της τρίχας του μοσχεύματος οδηγεί σε αποκόλληση του μοσχεύματος μέχρι και τη 2η μετεγχειρητική ημέρα, ενώ έπειτα τα μοσχεύματα είναι απόλυτα ασφαλή και «αγκιστρωμένα» στη νέα θέση τους στη λήπτρια περιοχή.
Κνησμός: Εμφανίζεται συχνά, τόσο στη δότρια, όσο και στη λήπτρια περιοχή και αναφέρεται από τους ασθενείς για τις πρώτες 5-7 ημέρες. Η διατήρηση των τραυμάτων υγρών, όπως και η χρήση τοπικών ήπιων στεροειδών για δύο ημέρες ανακουφίζει, σε συνδυασμό με αντισταμινικά 1ης γενιάς προ της κατάκλισης, που μειώνουν τον κνησμό και δρουν και κατασταλτικά, βελτιώνοντας τον ύπνο που μπορεί να έχει αλλοιωθεί λόγω του κνησμού.
Λούσιμο: Ο ασθενής επιστρέφει στον ιατρό/κλινική την 1η μετεγχειρητική ημέρα για επανέλεγχο και λούσιμο από νοσηλευτή ή τεχνικό. Τα μοσχεύματα μετά από διάστημα τριών ημερών έχουν ήδη απολέσει το επιθηλιακό τμήμα τους που παρέμεινε εκτός της υποδοχής, έχουν επαναγγειωθεί και ο ασθενής μπορεί να λουστεί μόνος του, με προσεκτικές κινήσεις και μόνον με ήπιο, υποαλλεργικό σαμπουάν. Ντους υπό πίεση επί του τριχωτού δεν επιτρέπεται για 7 μέρες, λόγω του κινδύνου αποκόλλησης των μοσχευμάτων, που όμως είναι ελάχιστος μετά την 3η ημέρα.
Αφαίρεση ραμμάτων/clips: Σε τομή δίχως τάση, τα ράμματα ή τα clips αφαιρούνται σε 7-10 ημέρες, ενώ αν υπάρχει τάση, είναι συνετό να παραμείνουν έως και 14 μέρες. Αν τα ράμματα αφαιρεθούν πριν την αρχική απαραίτητη «ωρίμανση» της ουλής, κινδυνεύει να εμφανιστεί διάνοιξη του τραύματος και ευρεία ουλή. Γενικά δεν υπάρχει κίνδυνος αν παραμείνουν τα ράμματα επιπλέον ημέρες, καθώς τα νεώτερα ράμματα παρουσιάζουν χαμηλή ιστική αντίδραση. Με την τεχνική FUE, δεν υπάρχουν ράμματα και οι οπές στη δότρια περιοχή κλείνουν κατά 2ο σκοπό.
Επιστροφή στην εργασία/άσκηση: Ανάλογα με τη φύση της εργασίας αποφασίζεται και ο χρόνος αποχής από αυτή.
- Τεχνική FUT: Άτομα σε έντονα χειρωνακτικές εργασίες πρέπει να απουσιάζουν για >10 ημέρες για τη μέθοδο FUT ενώ σαφής είναι η απαγόρευση πρόσθιας κάμψεως της κεφαλής και βαθιού σκυψίματος. Σημαντικό ρόλο παίζει και η επιθυμία του ασθενούς να μη γίνει γνωστό ότι υποβλήθηκε σε επέμβαση, οπότε αποφασίζει να επιστρέψει στην εργασία του όταν η εικόνα της λήπτριας ή η εικόνα της δότριας περιοχής δεν εγείρουν ερωτήσεις από τον περίγυρο. Αντίθετα, αν ο ασθενής δεν έχει εργασιακούς ή κοινωνικούς περιορισμούς (π.χ. αυτοαπασχολούμενος) επιστρέφει όποτε επιθυμεί στην εργασία του. Αποφυγή έντονης γυμναστικής απαιτείται για διάστημα 2-4 εβδομάδων, ειδικότερα αν συμμετέχουν οι τραχηλικοί μύες ή αν υπάρχει κίνδυνος επαφής στο κεφάλι, όπως στα ομαδικά αθλήματα. Οποιαδήποτε δραστηριότητα αυξάνει την πίεση στη δότρια περιοχή (τρίψιμο, πίεση κ.α.) όπως οι κοιλιακοί (ειδικά με τα χέρια πίσω από το κεφάλι) πρέπει να αποφεύγεται για τουλάχιστον 8 εβδομάδες και αν ο ασθενής νιώθει «τεντωμένο» το πίσω μέρος του κεφαλιού μετά και από αυτό το διάστημα ή αν έχει γενικά αργή επούλωση, το διάστημα αυτό επεκτείνεται σε 3-6 μήνες. Το κολύμπι αντίθετα επιτρέπεται από την 4 μετεγχειρητική ημέρα.
- Τεχνική FUΕ: Άτομα σε έντονα χειρωνακτικές εργασίες πρέπει να απουσιάζουν για 3-4 ημέρες ενώ ισχύουν και εδώ οι ίδιες οδηγίες για την εργασία με τις παραπάνω. Η αποφυγή έντονης γυμναστικής δε χρειάζεται να ξεπερνάει τις 7 ημέρες, αλλά πρέπει να αποφεύγονται αθλήματα που περιλαμβάνουν επαφή με το κεφάλι για 2 εβδομάδες.
Έκθεση στον ήλιο: πρέπει να αποφεύγεται η απ’ευθείας έκθεση στον ήλιο για τουλάχιστον 3 μήνες. Ο ασθενής πρέπει να φοράει καπέλο όταν πρόκειται να κυκλοφορήσει την ημέρα κατά τις πρώτες 2 εβδομάδες και μετέπειτα πρέπει να χρησιμοποιεί αντηλιακό με υψηλό δείκτη προστασίας (SPF 30+) στη λήπτρια περιοχή για επιπλέον 2 εβδομάδες.
- Μετέπειτα περίοδος-φροντίδα
Θυλακίτιδα-Κύστες: Η είσφρυση τριχών, οι κύστες και η θυλακίτιδα μπορούν να εμφανιστούν, τόσο στη δότρια, όσο και στη λήπτρια περιοχή. Οφείλονται σε αντίδραση του ιστού σε τραύμα, λοίμωξη, έκθεση σε χημικά (προϊόντα περιποίησης μαλλιών) ή σε ξένο σώμα, συχνότερα τρίχες που έχουν απομείνει μέσα στο τριχωτό. Η συχνότητα εμφάνισης θυλακίτιδας στη μεταμόσχευση είναι 1,1-20,6% και η βαρύτητα κυμαίνεται από ήπια, επιφανειακή φλεγμονή μέχρι εν τω βάθει φλεγμονή με πύον, κύστες και φλύκταινες. Ειδικότερα στη δότρια περιοχή, θυλακίτιδα εμφανίζεται μέρες ή εβδομάδες μετά τη συνεδρία FUE, καθώς οι κυλινδρικές τομές κλείνουν κατά δεύτερο σκοπό και συχνά εγκλωβίζουν τρίχες από FUs που ακρωτηριάστηκαν ή αφαιρέθηκαν μερικώς (capping). Με την τεχνική FUT και ειδικότερα με την «τεχνική της τριχοφυτικής σύγκλεισης», εμφανίζονται ενίοτε μικρές κύστες στα χείλη του τραύματος και, συγκεκριμένα, αν δεν προστατευτεί ο σμηγματογόνος αδένας των τριχοθυλακίων του χείλους που «κόβεται», το φαινόμενο είναι συχνότερο. Στη λήπτρια περιοχή, κύστες και θυλακίτιδα μπορεί να εμφανιστούν μετά από 4-6 μήνες κατά την επανέκφυση των τριχών, ενώ αναφέρεται πως η χρήση MTS μπορεί να αποτελέσει επιπλέον επιδεινωτικό παράγοντα. Η θυλακίτιδα τις περισσότερες φορές είναι επιφανειακή, η φλεγμονή δεν επεκτείνεται βαθύτερα από τον ισθμό και επουλώνεται χωρίς ουλοποίηση. Αν όμως η θυλακίτιδα παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορεί να επεκταθεί στα βαθύτερα στρώματα, να οδηγήσει σε κυτταρίτιδα και σε καθυστέρηση στην ανάπτυξη των μοσχευμάτων. Ζεστές κομπρέσες, τοπική επάλειψη mupirocin, τοπικά στεροειδή για 3-5 ημέρες επαρκούν. Αν η φλεγμονή είναι έντονη, εν τω βάθει και δεν ανταποκρίνεται στη συντηρητική αγωγή, τότε χορηγείται per os αντισταφυλοκοκκική αντιβίωση. Σε κάθε περίπτωση είναι επαρκή τα παραπάνω μέτρα και δεν υπάρχει ανησυχία για παραμονή ουλής στα φλεγμένοντα σημεία.
Δημιουργία εσχάρας: Εμφανίζεται τις πρώτες 2- 3 ημέρες που διαρκεί η εξιδρωματική φάση της επούλωσης και εγκαθίσταται μόνο αν είναι ελλιπής η φροντίδα του τραύματος, δηλαδή όταν ο ασθενής δεν ψεκάζει συχνά και ικανοποιητικά τη λήπτρια περιοχή. Τις περισσότερες φορές, δεν επηρεάζει την επιβίωση των μοσχευμάτων, αλλά μπορεί να μειώσει τη φυσικότητα της εικόνας του τριχωτού. Επίσης, έχει αποδειχθεί πως αυξάνει τις πιθανότητες αποκόλλησης των μοσχευμάτων.
Η εσχάρα όταν εγκατασταθεί είναι δύσκολο να αφαιρεθεί και η μηχανική αποκόλληση της εσχάρας στη λήπτρια περιοχή μπορεί να οδηγήσει σε αποκόλληση του μοσχεύματος μέχρι και την 8η μετεγχειρητική ημέρα και αυτό αποτελεί άλλο έναν σημαντικό λόγο προκειμένου να αποφεύγεται ο σχηματισμός της.
Υποαισθησία-αναισθησία: Εμφανίζονται στη δότρια περιοχή στη μέθοδο FUT, σχεδόν σε κάθε περιστατικό και εντοπίζεται στο midscalp και στο vertex. Λύεται μετά από 3-6 μήνες και σπάνια διαρκεί μεγαλύτερο διάστημα. Οφείλεται σε τραυματισμό ή διατομή αισθητικών νευρικών κλάδων του τριχωτού.
Κεντρική νέκρωση λήπτριας περιοχής: Η συγκεκριμένη επιπλοκή είναι σπάνια αλλά σοβαρή, καθώς η απόπτωση της εσχάρας που δημιουργείται αφήνει μια επιφάνεια με ουλωτική αλωπεκία. Προκαλείται πιθανότατα από διαταραχή των τελικών αγγειακών κλάδων της κεντρομόλου άρδευσης του τριχωτού που καταλήγουν στο κέντρο του midscalp. Η πιθανότερη αιτιολογία είναι η υπερβολική αγγειοσύσπαση κατά τη μεταμόσχευση μαλλιών, από υπερβολική ποσότητα ή συγκέντρωση epinephrine. Επιδεινωτικοί παράγοντες είναι το κάπνισμα, ο Σακχαρώδης Διαβήτης, η παρουσία προηγούμενων ουλών, η ακτινικές βλάβες και οι παλαιότερες μεταμοσχεύσεις. Διατηρώντας την περιοχή υγρή, η εφαρμογή mupirocin ως συντηρητική αντιμετώπιση πιθανόν να περιορίσει τη βλάβη, η οποία μπορεί να διορθωθεί μόνο με εκτομή ή repair μεταμόσχευση σε δεύτερο χρόνο.
Μετεγχειρητική τριχόπτωση (effluvium): Η μετεγχειρητική τριχόπτωση, αντίθετα με το πως την αντιλαμβάνονται οι ασθενείς, έχει 3 διακριτές οντότητες:
- Απώλεια τριχών στα μεταμοσχευμένα τριχοθυλάκια
- Απώλεια τριχών στη λήπτρια περιοχή
- Απώλεια τριχών στη δότρια περιοχή
Αναλυτικά:
Τριχόπτωση κατά τη μετεγχειρητική περίοδο: Απώλεια τριχών στα μεταμοσχευμένα τριχοθυλάκια
Κάθε τριχοθυλάκιο, μετά την αποκοπή του από την αρχική θέση του και την εμφύτευσή του στην νέα τοποθεσία, εισέρχεται σε «ιατρογενές», πρώιμο, τελογενές στάδιο (telogen effluvium). Οι τρίχες των περισσοτέρων μεταμοσχευθέντων τριχοθυλακίων αναμένονται να αποπέσουν 15-25 ημέρες μετά την επέμβαση (είσοδος στο κενογενές στάδιο) και να αρχίσουν να επαναπτύσσονται μετά από 3-4 μήνες, αυξάνοντας σταδιακά σε πάχος και σε χρώμα, για να καταλήξουν στο αρχικό πάχος που είχαν στη δότρια περιοχή στους 12-18 μήνες.
H αιτιολογία του μετεγχειρητικού telogen effluvium, δηλαδή της προσωρινής απώλειας των τριχών από τα FUs που έχουν μεταμοσχευτεί, δεν είναι πλήρως κατανοητή και είναι μη προβλέψιμη.
Γενικά γνωρίζουμε πως τα μοσχεύματα επανακτούν την αγγείωσή τους στη λήπτρια περιοχή 3-4 ημέρες μετά την επέμβαση. Όμως ο χειρισμός των μοσχευμάτων διεγχειρητικά και μετεγχειρητικά μάλλον είναι που καθορίζει το ποσοστό του effluvium. Πιθανολογείται ότι το μηχανικό τραύμα από τη διαδικασία παρασκευής και εμφύτευσης, η μείωση της μικροκυκλοφορίας λόγω της δημιουργίας των ληπτριών οπών ή ακόμα και η τοπική διήθηση με αναισθητικό και αγγειοσυσπαστικό (epinephrine) στη λήπτρια περιοχή είναι επιπλέον αίτια.
Μία άλλη θεωρία αναφέρει ως αίτια του telogen effluvium το shock της επέμβασης και την έκκριση φλεγμονωδών μορίων λόγω του τραυματισμού, τόσο της λήπτριας περιοχής όσο και της δότριας περιοχής σε συνδυασμό με την έκκριση οξειδωτικών ριζών από τα μοσχεύματα (reperfusion injury). Σε ένα μικρό ποσοστό «τυχερών» ασθενών (2-5%), πολλά από τα μοσχεύματα αρχίζουν να αναπτύσσονται χωρίς να εισέλθουν σε τελογενές στάδιο. Kάποια τριχοθυλάκια εισέρχονται μόνον σε μια περίοδο ιδιότυπης «ανάπαυσης» για 1-2 εβδομάδες ή και για 3-4 μήνες, κατά την οποία δεν εισέρχονται στο κενογενές στάδιο και συνεπώς διατηρούν την τρίχα τους. Μετά από αυτή την περίοδο «ηρεμίας» η τρίχα συνεχίζει να αναπτύσσεται φυσιολογικά και παραμένει μόνον μια χαρακτηριστική στένωση στον κορμό της τρίχας, το σημείο Pohl-Pinkus. Μελέτη των Lee et al. που αναφέρει ότι το 47% των μοσχευμάτων έχουν ήδη αρχίσει να αναπτύσσονται ήδη από τον 1 μήνα και πως το ποσοστό αγγίζει το 60% στους 3 μήνες είναι αρκετά «αισιόδοξη» και οι ασθενείς πρέπει να είναι προετοιμασμένοι να «χάσουν» όλες τις τρίχες, πριν αυτές ξαναβγούν. Άλλοι experts αναφέρουν πως όλα τα τριχοθυλάκια που μεταμοσχεύτηκαν θα «απορρίψουν» την τρίχα τους στο 15-20% των περιπτώσεων στους άνδρες και στο 40-50% στις γυναίκες.
Κάθε τριχοθυλάκιο, μετά την αποκοπή του από τη φυσιολογική του θέση και την εμφύτευσή του στη νέα, διακόπτει τον προηγούμενο κύκλο του και μπαίνει σε τελογενές στάδιο. Με την πάροδο αυτού του σταδίου, που διαρκεί υποχρεωτικά 3-4 μήνες, το τριχοθυλάκιο εισέρχεται σε αναγενές στάδιο και αρχίζει πάλι να αναπτύσσεται. Αν όμως αυτό το φαινόμενο ήταν ενιαίο και συγχρονισμένο για όλα τα μεταμοσχευθέντα τριχοθυλάκια, θα περίμενε κανείς ότι η ασύγχρονη φυσιολογική ανάπτυξη των τριχοθυλακίων θα γινόταν ξαφνικά συγχρονισμένη, όπως ακριβώς των ζώων που αλλάζουν τρίχωμα. Στην πράξη όμως το φαινόμενο αυτό δεν εμφανίζεται και τα τριχοθυλάκια διατηρούν τον ασυγχρόνιστο ρυθμό ανάπτυξης του και μετά τη MET.
Για την εξήγηση αυτού του φαινομένου, υπάρχουν 2 θεωρίες:
- Το κάθε τριχοθυλάκιο, μετά την πάροδο του ιατρογενούς τελογενούς σταδίου, συνεχίζει τον κύκλο ανάπτυξης από το χρονικό σημείο που τον «άφησε». Αν δηλαδή πριν τη μεταμόσχευση το τριχοθυλάκιο ήταν στο 15ο μήνα ανάπτυξης από τους >36 μήνες που διαρκεί συνήθως το αναγενές στάδιο, μετά την επέμβαση και το ιατρογενές τελογενές στάδιο, θα συνεχίσει από τον 16ο μήνα. Με αυτό το «μηχανισμό», διατηρείται ο ασύγχρονος χαρακτήρας του κύκλου ζωής του τριχοθυλακίου.
- Στο ίδιο τριχοθυλάκιο, αντί να συνεχίσει από τον 16ο μήνα, παραμένει σε κενογενές στάδιο μέχρι την πάροδο κάποιον επιπλέον μηνών, πιθανόν και μέχρι τη συμπλήρωση των 36 μηνών θεωρητικά και μετά ξεκινάει ένα καινούργιο κύκλο ανάπτυξης.
Η δεύτερη αυτή θεωρία εξηγεί και το φαινόμενο της καθυστερημένης ανάπτυξης που έχουν αναφέρει οι Bernstein και Rassman (delayed growth) που παρουσιάζει το 10% των ασθενών, με τα τριχοθυλάκια να παράγουν τρίχες μετά τους 12 μήνες από τη μεταμόσχευση τριχοθυλακίων. Αντίθετα όμως με τους δυο αυτούς χειρουργούς, ο Unger και άλλοι ειδικοί, αναφέρουν ότι δεν έχουν παρατηρήσει ιδιαίτερη ανάπτυξη σε ασθενείς έπειτα από τον 6ο μετεγχειρητικό μήνα για άγνωστους λόγους.
Απώλεια τριχών της λήπτριας περιοχής
Προκαλείται σχεδόν πάντοτε όταν στη λήπτρια περιοχή έχουν παραμείνει τελικά ή ενδιάμεσα τριχοθυλάκια. Εμφανίζεται με μορφή, είτε anagen, είτε telogen effluvium και οφείλεται σε:
- άμεσο τραυματισμό των τριχοθυλακίων κατά τη δημιουργία των υποδοχών
- σε μικρο-αγγειακό τραυματισμό
- σε αγγειοσύσπαση από τη δράση της tumescent αναισθησίας
- σε οίδημα που προκαλεί διαταραχή της άρδευσης του ιστού.
Η πρόκληση χιλιάδων μικροτραυμάτων (υποδοχές) στη λήπτρια περιοχή και η ένεση αγγειοσυσπαστικού (επινεφρίνη) έχει ως πιθανό αποτέλεσμα να προκαλείται shock και τοπική ισχαιμία και συχνά να εμφανίζεται και καθυστερημένη ανάπτυξη των μοσχευμάτων. Πιστεύεται ότι όσο εκτενέστερη είναι η συνεδρία τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες για εκτεταμένο effluvium των προϋπαρχόντων τριχών στη λήπτρια περιοχή. Οι μικρότερες συνεδρίες έχουν λιγότερες πιθανότητες effluvium, ενώ πιστεύεται ότι σε κάποια περιστατικά megasession, η λήπτρια δότρια περιοχή δεν μπορεί να ανταποκριθεί τροφικά, λόγω ελλιπούς αιμάτωσης. Εντούτοις, ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει αποδειχθεί επιστημονικά ποτέ.
Απώλεια τριχών της λήπτριας περιοχής εμφανίζεται 2-4 εβδομάδες μετά τη μεταμόσχευση μαλλιών, κυρίως σε άτομα με ενδιάμεσα τριχοθυλάκια στη λήπτρια περιοχή και σε γυναίκες που υποβλήθηκαν σε επέμβαση. Γενικότερα, όμως, αν ο ασθενής δεν είναι σε ιδιαίτερα ενεργή φάση της ανδρογενετικής αλωπεκίας με μεγάλο αριθμό τριχοθυλακίων σε κάποιο στάδιο σμίκρυνσης, οι τρίχες που απέπεσαν, θα επανεμφανισθούν ύστερα από κάποιους μήνες.
Κάποια από τα τριχοθυλάκια δεν επανακάμπτουν, ενώ η πλειοψηφία τους επανέρχεται σε αναγενές στάδιο μετά την πάροδο 3-4 μηνών. Η χρήση Minoxidil μετά τη μεταμόσχευση μαλλιών έχει αναφερθεί να μειώνει την απώλεια μαλλιών της λήπτριας περιοχής.
Κάποιες φορές η τριχόπτωση είναι ήπια και περνάει απαρατήρητη, άλλες φορές, όμως, είναι τόσο έντονη που μπορεί να αφήσει τον ασθενή με εικόνα μικρότερης κάλυψης από την προεγχειρητική εικόνα. Για το λόγο αυτό, είναι απαραίτητη η εξαιρετική προσοχή όταν κανείς επεμβαίνει σε λήπτρια περιοχή με εναπομένοντα τελικά και ενδιάμεσα τριχοθυλάκια. H σημαντικότερη παράμετρος που πρέπει να εξασφαλιστεί σε κάθε περίπτωση είναι η ατραυματική τοποθέτηση των μοσχευμάτων στη λήπτρια περιοχή. Ο Brandy αναφέρει πως η μεγέθυνση Χ2,5-3,5 δημιουργεί ενστικτωδώς την επιθυμία για πιο λεπτούς χειρισμούς των μοσχευμάτων και είναι απαραίτητο να συνδυάζεται πάντοτε με ισχυρό Xenon φωτισμό.
Απώλεια τριχών στη δότρια περιοχή
Αποτελεί σαφώς σπανιότερη επιπλοκή, εμφανίζεται εντός 4-6 εβδομάδων στη δότρια περιοχή κατά μήκος της τομής του strip ή σε όλη την επιφάνεια που εφαρμόστηκε η τεχνική FUE. Πιθανότατα οφείλεται σε διακοπή της άρδευσης του ιστού και εμφανίζεται ως anagen effluvium. Με σωστή τεχνική, ωστόσο, είναι εξαιρετικά σπάνιο και τις περισσότερες φορές τα τριχοθυλάκια ανακάμπτουν αυτόματα.
Οι επεμβάσεις μεταμόσχευσης μαλλιών είναι γενικά ήπιες αλλά η μετεπεμβατική φροντίδα είναι συγκεκριμένη και χρειάζεται ευλαβική εφαρμογή. Ο ασθενής είναι υπεύθυνος για την άμεση φροντίδα και η τήρησή της θα μεγιστοποιήσει τις πιθανότητες για μια ανεπίπλεκτη μεταμόσχευση μαλλιών. Η μετεγχειρητική τριχόπτωση εμφανίζεται στη λήπτρια και σπάνια στη δότρια περιοχή. Στη λήπτρια περιοχή, μεγάλη προσοχή χρειάζεται στα προϋπάρχοντα ενδιάμεσα τριχοθυλάκια, διότι το shock της μεταμόσχευσης μαλλιών μπορεί να οδηγήσει σε οριστική απώλειά τους. Προσωρινή τριχόπτωση των μεταμοσχευμένων τριχών είναι αναμενόμενη, ακόμα και στο 100% των τριχοθυλακίων. Ο χειρουργός οφείλει να εξετάσει τον ασθενή που παραπονιέται για έντονη μετεγχειρητική τριχόπτωση και να τον καθησυχάσει, εξηγώντας πως όλα τα μαλλιά που μεταμοσχεύτηκαν θα ξαναβγούν, όπως και τα περισσότερα από όσα προϋπήρχαν στην περιοχή και έπεσαν μετεπεμβατικά λόγω shock.