ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
‣Η ένδεια Σιδήρου αποτελεί την πιο κοινή διατροφική ανεπάρκεια παγκοσμίως. Ο επιπολασμός στις γυναίκες είναι 12-16% και μόλις 2% στους άνδρες. Η κλινική εμπειρία αναφέρει συσχετισμό Σιδήρος – τριχόπτωση και επιπέδων φερριτίνης-τριχόπτωσης αλλά οι μελέτες δεν μπορούν να τεκμηριώσουν ισχυρά τους συσχετισμούς λόγω μεθοδολογικών αδυναμιών
‣Τα επίπεδα Σιδήρου ή φερριτίνης δεν αποτελούν per se αίτιο τριχόπτωσης, ούτε προϋπόθεση τριχόπτωσης ενώ ακόμα δεν έχει οριστικοποιηθεί ομόφωνα το ελάχιστο φυσιολογικό επίπεδο φερριτίνης για τις υγιείς γυναίκες καθότι εικάζεται πως διαφέρει ανάλογα με την προδιάθεση για εκδήλωση τριχόπτωσης ή μή
‣ Χαμηλή τιμή φερριτίνης αποτελεί πιθανό παράγοντα κινδύνου για γυναικεία τριχόπτωση και σημαντικός αριθμός γυναικών με CTE θα ανταποκριθεί θετικά στη θεραπεία με Σίδηρο (φερριτίνη στόχος >70ng/mL) και προτείνεται να στοχεύεται αυτή η τιμή σε συνδυασμό με οποιαδήποτε τριχογενετική αγωγή.
Ο Σίδηρος είναι απαραίτητο ιχνοστοιχείο και αποτελεί το βασικό ανόργανο συστατικό της αιμοσφαιρίνης. Οι χημικές δράσεις του Σιδήρου περιλαμβάνουν συμμετοχή σε ενεργειακές αντιδράσεις, όπως τη μεταβίβαση μιτοχονδριακών ηλεκτρονίων, την κυτταρική διαίρεση, το μεταβολισμό των πρωτεϊνών και την παραγωγή των ορμονών του θυρεοειδούς.
Πολλές από τις βασικές βιολογικές λειτουργίες του Σιδήρου στο ανθρώπινο σώμα οφείλονται στο υψηλό οξειδοαναγωγικό του δυναμικό που επιτρέπει τη γρήγορη εναλλαγή ηλεκτρονίων μεταξύ των ιόντων Fe+2 και Fe+3.
Ο Σίδηρος αποθηκεύεται κυρίως στο ήπαρ, συνδεδεμένος στις αποθηκευτικές πρωτεΐνες φερριτίνη και αιμοσιδερίνη. Ο Σίδηρος διεγείρει το ήπαρ ώστε να παράγει φερριτίνη και η τιμή της παρέχει μια αξιόπιστη εκτίμηση των αποθεμάτων Σιδήρου στον οργανισμό. Το συνολικό ποσό Σιδήρου στον οργανισμό είναι 3,8gr στους άνδρες και 2,3gr στις γυναίκες.
Το 70% του λειτουργικού Σιδήρου στο ανθρώπινο σώμα βρίσκεται στην αιμοσφαιρίνη και στις πρωτεΐνες του ορού, το 10% βρίσκεται στη μυοσφαιρίνη που μεταφέρει οξυγόνο στους μύες και το υπόλοιπο 15% βρίσκεται αποθηκευμένο για μελλοντική χρήση στο ήπαρ, στο σπλήνα, στο μυελό των οστών και σε ενδοκυτταρικές πρωτεΐνες.
Σίδηρος και Κατανομή
Η ολική περιεκτικότητα Σιδήρου στον οργανισμό θεωρείται κλασικά κατανεμημένη μεταξύ 3 διαμερισμάτων: αποθηκευμένου Σιδήρου, μεταφερόμενου Σιδήρου και λειτουργικού Σιδήρου:
- Ο αποθηκευμένος Σίδηρος αντιπροσωπεύει τα αποθέματα Σιδήρου του οργανισμού που είναι δεσμευμένα στη φερριτίνη και στην αιμοσιδηρίνη και μετράται με βάση τη συγκέντρωση της φερριτίνης ορού.
- Ο μεταφερόμενος Σίδηρος είναι δεσμευμένος κυρίως στην τρανσφερίνη και εκτιμάται με βάση τη συγκέντρωση της ψευδαργυρικής πρωτοπορφυρίνης των ερυθροκυττάρων, τη συγκέντρωση τρανσφερίνης/ολικής σιδηροδεσμευτικής ικανότητας ορού (TIBC), το Σίδηρο του ορού και τον κορεσμό τρανσφερίνης.
- Ο λειτουργικός Σίδηρος αποτελείται από το Σίδηρο που δεσμεύεται στην αιμοσφαιρίνη, στη μυοσφαιρίνη, σε ένζυμα, όπως τα κυτοχρώματα, καθώς και σε ένζυμα μη συνδεδεμένα με πορφυρινικό δακτύλιο, όπως η ριβονουκλεοτιδική αναγωγάση. Ο λειτουργικός Σίδηρος υπολογίζεται έμμεσα μέσω της συγκέντρωσης της αιμοσφαιρίνης και του αιματοκρίτη.
Ένδεια Σιδήρου
Η ένδεια Σιδήρου αποτελεί την πιο κοινή διατροφική ανεπάρκεια παγκοσμίως, με επιπολασμό 12-16% στις έφηβες κοπέλες και στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας (16-49 ετών) και 6-9% στις γυναίκες >50 ετών στις ΗΠΑ. Τα ποσοστά σε αναπτυσσόμενες χώρες και σε χώρες του 3ου Κόσμου είναι σαφώς υψηλότερα. Οι πιο κοινές αιτίες της ένδειας Σιδήρου σε υγιείς προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες είναι η εμμηνορροϊκή απώλεια αίματος, η εγκυμοσύνη και η γαλουχία, ενώ σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες είναι η μειωμένη απορρόφηση και οι απώλειες από το πεπτικό. Οι παράγοντες κινδύνου για την ένδεια Σιδήρου περιλαμβάνουν τη βαριά εμμηνορροϊκή αιμορραγία (>80ml), τη χρήση ενδομήτριου σπειράματος, το ιστορικό σιδηροπενικής αναιμίας, καθώς και την ανεπαρκή πρόσληψη Σιδήρου. Σε υγιείς άνδρες ηλικίας 16-69 ετών ο επιπολασμός της ένδειας Σιδήρου είναι μόλις 2%, ενώ της σιδηροπενικής αναιμίας είναι λιγότερο από 1% και εμφανίζεται συχνότερα σε άτομα που αθλούνται έντονα.
Τα κλασικά συμπτώματα της ένδειας Σιδήρου είναι όμοια με αυτά της αναιμίας και περιλαμβάνουν κόπωση και μειωμένη αντοχή στην άσκηση, ενώ τα σημεία σοβαρής αναιμίας περιλαμβάνουν ωχρότητα δέρματος και βλεννογόνων, ταχυκαρδία και χαμηλή αρτηριακή πίεση. Οι επιπτώσεις της ένδειας Σιδήρου οφείλονται εν μέρει στη μειωμένη παροχή οξυγόνου στους ιστούς και στην ανεπάρκεια μορίων που περιέχουν Σίδηρο. Στις κλινικές εκδηλώσεις της ένδειας Σιδήρου περιλαμβάνονται η ανησυχία και η ευερεθιστότητα, οι χαμηλές πνευματικές επιδόσεις, κυρίως σε έφηβες κοπέλες, η κόπωση σε μη αναιμικές γυναίκες και ίσως, το πλέον σημαντικό, ανωμαλίες στην ανοσολογική απάντηση και στον πολλαπλασιασμό των Τ-κυττάρων. Είναι, όμως, απαραίτητο να σημειώσουμε πως ασθενείς με ένδεια Σιδήρου ή και αναιμία ενδέχεται να είναι εντελώς ασυμπτωματικοί. Η ένδεια Σιδήρου μπορεί να θεωρηθεί ως ένα συνεχές:
- Αρχικά έλλειψη Σιδήρου,
- Έπειτα σιδηροπενική ερυθροποίηση (Iron Deficiency Erythropoesis, IDE),
- Τελικά σιδηροπενική αναιμία (Iron Deficiency Anemia, IDA).
Πρέπει να σημειωθούν επίσης:
- Στην έλλειψη Σιδήρου, οι αποθήκες Σιδήρου στο σώμα μειώνονται, αλλά ο λειτουργικός ρόλος και η μεταφορά του Σιδήρου παραμένουν φυσιολογικά, αφήνοντας ελάχιστα ή και καθόλου αποθέματα του ιχνοστοιχείου.
- Στην IDE, τόσο η αποθήκευση όσο και η μεταφορά Σιδήρου είναι μειωμένες. Η παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων είναι ελαττωμένη, καθότι είναι ανεπαρκής ο Σίδηρος για την ανάπτυξη και τη λειτουργικότητά τους.
- Τέλος, στην IDA, η αποθήκευση, η μεταφορά και ο λειτουργικός Σίδηρος είναι σημαντικά μειωμένα και μπορούν να οδηγήσουν σε διαταραγμένη λειτουργία πολλαπλών οργανικών συστημάτων.
Σίδηρος και τριχόπτωση γενικά
Η ένδεια Σιδήρου έχει σχετισθεί με διαταραχές τριχών, ονύχων και δέρματος γενικότερα, ενώ έχει συσχετιστεί και με γενικευμένο κνησμό, που έχει τεκμηριωθεί πως βελτιώνεται ως σύμπτωμα μετά από αποκατάσταση των επιπέδων Σιδήρου. Η κοιλονυχία, η γλωσσίτιδα και η γωνιακή στοματίτιδα, είτε μεμονωμένες είτε ως μέρος του συνδρόμου Plummer-Vinson, έχουν επίσης σχετιστεί με την ένδεια Σιδήρου.
H σχέση ένδειας Σιδήρου και απώλειας τριχών επισημάνθηκε αρχικά από τον Cunningham (1932) σε αρουραίους. Αργότερα (1963), αναφέρθηκε για πρώτη φορά σε γυναίκες από τον Hord, που περιέγραψε 140 γυναίκες ηλικίας ≤75 ετών που εμφάνισαν τριχόπτωση, 96 από τις οποίες δεν είχαν «σημαντικές ασθένειες του δέρματος, στις οποίες θα μπορούσε να αποδοθεί η τριχόπτωση» όπως αναφέρει επακριβώς ο συγγραφέας. Από αυτές τις 96 ασθενείς, οι 18 (18,8%) είχαν ένδεια Σιδήρου χωρίς αναιμία. Σε αυτές δόθηκε από του στόματος συμπλήρωμα Σιδήρου (37-40mg στοιχειακού Σιδήρου, 1-2 δισκία, t.i.d.) και η πορεία τους παρακολουθήθηκε από 2 μήνες έως 2 έτη. Στο σύνολο και των 18 ασθενών η τριχόπτωση σταμάτησε, παρατηρήθηκε επανέκφυση μαλλιών και τα επίπεδα Σιδήρου στον ορό επανήλθαν σε φυσιολογικές τιμές. Έκτοτε η σχέση Σιδήρου και τριχοθυλακιακής φυσιολογίας έχει αποτελέσει πεδίο μελέτης και σημαντικής διαφωνίας μεταξύ ειδικών. Ο Σίδηρος έχει σχετισθεί με τρία αίτια αλωπεκίας:
- Γυροειδή αλωπεκία,
- Ανδρογενετική αλωπεκία/FPHL,
- Chronic Telogen Effluvium (CTE).
Στα γνωστότερα Δερματολογικά συγγράμματα, η ένδεια Σιδήρου αναφέρεται κλασικά ως αίτιο τελογενούς τριχόπτωσης, παρόλο που τα στοιχεία τελικά είναι αντικρουόμενα. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 δεν είχε αποδειχθεί η σημαντικότητα των χαμηλών αποθεμάτων Σιδήρου, όπως αυτά εκτιμώνται με βάση τις συγκεντρώσεις φερριτίνης ορού σε γυναίκες με Chronic Telogen Effluvium (CTE) και FPHL. Ένας από τους βασικούς λόγους που συνεχίζεται η διαφωνία μεταξύ ειδικών για τη σημασία του Σιδήρου στα περιστατικά τριχόπτωσης γενικότερα είναι πως οι 3 αυτές καταστάσεις έχουν διαφορετική αιτιολογία και πρέπει να αξιολογούνται ξεχωριστά και όχι συνολικά με κοινό παρονομαστή την ένδεια Σιδήρου, παρόλο που και οι τρεις μπορούν να συνυπάρχουν χρονικά στο ίδιο άτομο.
Πώς η ένδεια Σιδήρου επηρεάζει το τριχοθυλάκιο;
Οι μηχανισμοί μέσω των οποίων τα μειωμένα αποθέματα Σιδήρου επηρεάζουν το τριχοθυλάκιο δεν είναι πλήρως γνωστοί. Παρά ταύτα, τρεις μηχανισμοί είναι πιθανό να σχετίζονται:
- Ο Σίδηρος αποτελεί co-factor για τη ριβονουκλεοτιδική αναγωγάση, ένζυμο με καθοριστικό ρόλο στη σύνθεση του DNA και η ένδεια Σιδήρου πιθανόν να διαταράσσει τη λειτουργία του ενζύμου Τα κύτταρα της χοριακής θηλής είναι τα ταχύτερα διαιρούμενα κύτταρα στο ανθρώπινο σώμα και πιθανόν να είναι εξαιρετικά ευαίσθητα ακόμη και σε μικρή μείωση στη διαθεσιμότητα του Σιδήρου, με αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής τριχών και τελικά την κλινική μείωση της τριχοφυΐας.
- Τα κύτταρα της χοριακής θηλής, λόγω του ταχύτατου πολλαπλασιασμού τους, εμφανίζουν χαμηλότερα επίπεδα φερριτίνης και υψηλότερα επίπεδα στοιχειακού Σιδήρου, ενώ έχουν αναλογικά σημαντικά υψηλότερες ενεργειακές απαιτήσεις από τα υπόλοιπα κύτταρα. Η μείωση του Σιδήρου και της αιμοσφαιρίνης πιθανόν να προκαλεί μείωση στην ιστική άρδευση και επακόλουθη ιστική μικρο-υποξία.
- Δημοσίευση των Vanderford et al. το 2010 αναφέρει πιθανή συμμετοχή των μαστοκυττάρων και των αντισωμάτων c-kit σε ένδεια Σιδήρου, σύμφωνα με πειραματική μελέτη σε IL-10-deficient ποντίκια, που επιτρέπει την υπόθεση της συμμετοχής Σιδηρο-εξαρτώμενης φλεγμονώδους διεργασίας στο τριχοθυλάκιο.
Δεν είναι ακόμα σαφές ποιος ή ποιοι από τους παραπάνω μηχανισμούς ευθύνονται για την απώλεια τριχών κατά την ένδεια Σιδήρου στα δύο φύλα.
Προβλήματα στη συσχέτιση Σιδήρου-τριχόπτωσης
Η προσπάθεια συσχέτισης του Σιδήρου με την τριχόπτωση και στα δύο φύλα είναι εξαιρετικά πολύπλοκή. Τα επίπεδα Σιδήρου ή φερριτίνης δεν αποτελούν per se αίτιο τριχόπτωσης ούτε προϋπόθεση τριχόπτωσης. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι το 30% των γυναικών στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία παραπονιούνται για CTE ανεξάρτητα από τα επίπεδα Σιδήρου τους, ενώ αντίστροφα, οι περισσότερες γυναίκες, ακόμα και οι πάσχουσες από σιδηροπενική αναιμία, δεν έχουν τριχόπτωση. Από αυτά και μόνο τα δεδομένα, η αιτιολογική συσχέτιση δυσχεραίνει. Για τον πλήρη καθορισμό της σχέσης ένδειας Σιδήρου με οποιοδήποτε αίτιο τριχόπτωσης θα ήταν απαραίτητα τα ακόλουθα:
- Ένας ενιαίος ορισμός της ένδειας Σιδήρου, ο οποίος μπορεί να διατυπωθεί εύκολα με αιματολογικές εξετάσεις, πριν τη λήψη κάποιου συμπληρώματος Σιδήρου.
- Ένα αξιόπιστο τεστ πληθυσμιακού ελέγχου, καθώς και μια κοινή συμφωνία σε θεμελιώδες επίπεδο για τη χρήση αυτού του τεστ με σκοπό την απόδειξη της ανεπάρκειας/ένδειας Σιδήρου.
- Εκτίμηση της ένδειας Σιδήρου κυρίως σε γυναίκες, με σαφώς καθορισμένα πρότυπα τριχόπτωσης, με καταγραφή των πολλαπλών αναγκαίων μεταβλητών για το διαχωρισμό συσχετιζόμενων παθήσεων ή ερμηνειών για την ένδεια Σιδήρου.
- Μεγαλύτερες ενεργές ομάδες και αντίστοιχα μεγάλες ομάδες ελέγχου, που να λαμβάνουν υπόψη αυτές τις μεταβλητές.
- Καλά ελεγχόμενες θεραπευτικές μελέτες που περιλαμβάνουν αντικειμενικές μετρήσεις ανάπτυξης τριχών, όπως η καταμέτρηση τριχών σε προκαθορισμένη περιοχή, το τριχοριζόγραμμα σε γυναίκες με τεκμηριωμένη ένδεια Σιδήρου και η τριχόπτωση τόσο πριν όσο και μετά την αποκατάσταση της ένδειας.
- Στοιχεία που να ενισχύουν την άποψη ότι η αναστροφή της ένδειας αναστρέφει την τριχόπτωση.
- Επαρκής χρηματοδότηση.
Τα παραπάνω δεν είναι οι μοναδικές προϋποθέσεις για να αποδείξουμε οποιαδήποτε συσχέτιση, όχι απλή σχέση αίτιου-αιτιατού, ενός δεδομένου ευρήματος (όπως η ένδεια Σιδήρου) με μια πάθηση ή κατάσταση (όπως η τριχόπτωση). Θα πρέπει επίσης να εξεταστούν οι παράγοντες εκείνοι που θα μπορούσαν ανεξάρτητα να επηρεάζουν το αποτέλεσμα, τόσο στην ομάδα ελέγχου όσο και στην εν λόγω πάθηση. Για παράδειγμα, στην περίπτωση γυναικών με τριχόπτωση και γυναικών με ένδεια Σιδήρου, είναι σκόπιμο να εξεταστεί η διατροφική κατάστασή τους, ενώ πρέπει κανείς να λάβει υπόψη τις ακόλουθες μεταβλητές και στις δύο ομάδες, οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κατάσταση του Σιδήρου:
- Ηλικία.
- Χαρακτηριστικά εμμήνου ρύσης: ποσότητα, συχνότητα, σταθερότητα κ.α.
- Πρόσφατη εγκυμοσύνη ή αποβολή.
- Διατροφή και αποφυγή συγκεκριμένων τροφών: με εξαίρεση το Σίδηρο και το απαραίτητο αμινοξύ L-lysine, στα υγιή άτομα, οι διατροφικοί παράγοντες παίζουν μικρό μόνο ρόλο σε ασθενείς που εμφανίζουν ανεξήγητη CTE. Ωστόσο, σε εκείνους που επιλεκτικά αποφεύγουν συγκεκριμένες τροφές, εμφανίζονται διαταραχές τόσο στο δέρμα όσο και στα μαλλιά.
- Λήψη εξωγενούς Σιδήρου, συμπεριλαμβανομένου του «κρυφού» Σιδήρου των αντισυλληπτικών χαπιών.
- Συνοδά ιατρικά προβλήματα ή φάρμακα που μπορούν να οδηγήσουν σε απώλεια αίματος, όπως συστηματικά χορηγούμενα στεροειδή, αντιπηκτικά, μη στεροειδή αντι-φλεγμονώδη φάρμακα κ.α.
- Λήψη υψηλών ποσοτήτων Zn από μη συνταγογραφούμενα σκευάσματα, κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων τσαγιού που περιέχει τανίνες και μαγγάνιο ή λήψη ασβεστίου με τα γεύματα ή με συμπληρώματα Σιδήρου, μπορούν να οδηγήσουν σε ένδεια Σιδήρου.
Καθεμιά από αυτές τις μεταβλητές μπορεί αλλοιώσει τα αποτελέσματα των εργαστηριακών ευρημάτων και να εξηγήσει τον εν μέρει αυξημένο κίνδυνο για ένδεια Σιδήρου στην ομάδα της τριχόπτωσης. Για το λόγο αυτό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι μεταβλητές αυτές με κατάλληλα επιλεγμένα άτομα ελέγχου. Ταυτόχρονα, υπάρχει πιθανότητα η τριχόπτωση να μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγές στη συμπεριφορά, οι οποίες με τη σειρά τους θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένδεια Σιδήρου. Για παράδειγμα, ασθενείς που πάσχουν από κατάθλιψη εξαιτίας της τριχόπτωσής τους, μπορεί να αδυνατούν να τραφούν σωστά και να παρουσιάσουν δευτερογενή επιδεινούμενη ένδεια Σιδήρου. Συνυπολογίζοντας όλες αυτές τις παραμέτρους, δεν είναι τυχαίο λοιπόν πως ο τεκμηριωμένος συσχετισμός Σιδήρου-τριχόπτωσης δεν έχει ομόφωνα γίνει αποδεκτός ακόμα.
Οι μελέτες που έχουν εκπονηθεί μέχρι το 2013 είναι εκτενείς και καλοσχεδιασμένες, αλλά το πλήθος των παραπάνω απαιτήσεων τις καθιστά τελικά αδύναμες να τεκμηριώσουν ισχυρά το συσχετισμό Σιδήρου και τριχόπτωσης.
Φερριτίνη και τριχόπτωση
Τα επίπεδα της φερριτίνης φαίνεται να σχετίζονται ισχυρά με την τριχόπτωση, αν και τα συμπεράσματα δεν είναι απόλυτα σαφή. Δεδομένου ότι η μέτρηση της φερριτίνης ορού έχει αναφερθεί ότι είναι η πιο ευαίσθητη μέθοδος για την εκτίμηση των επιπέδων Σιδήρου στον ενήλικο πληθυσμό, μένει να δούμε κατά πόσο η χαμηλή φερριτίνη ορού είναι αιτιολογική παράμετρος για τριχόπτωση.
Η επιστημονική «διαμάχη» ξεκινά με τη συζήτηση για το ποιο είναι το φυσιολογικό επίπεδο φερριτίνης για τις υγιείς γυναίκες και περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από τη χρήση διαφορετικής κλίμακας αναφοράς για κάθε εργαστήριο, κλίμακες που βασίζονται σε ξεχωριστές ερμηνείες της βιβλιογραφίας σχετικά με αυτό το ζήτημα. Το επίπεδο φερριτίνης 10-15ng/mL έχει ευαισθησία 59% και ειδικότητα 99% για τη διάγνωση της ένδειας Σιδήρου στο γενικό πληθυσμό. Πολλοί θεωρούν ικανοποιητικά τα ποσοστά αυτά και για το λόγο αυτό χρησιμοποιείται το επίπεδο αυτό από πολλά εργαστήρια. Σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, η χρήση του ορίου των 10-15ng/mL, αποδίδει ευαισθησία 75% και ειδικότητα 98%, ενώ το όριο των 30ng/mL έχει ευαισθησία 92% και ειδικότητα 98% και θεωρείται ασφαλέστερο.
Η προέλευση της αναφερόμενης ως «φυσιολογικής» κλίμακας επιπέδων φερριτίνης ορού και αιμοσφαιρίνης στις γυναίκες έχει όμως αμφισβητηθεί επανειλημμένως από τους Rashton et al. Οι ερευνητές αναφέρουν ότι αυτές οι κλίμακες έχουν προέλθει από πληθυσμούς που χαρακτηρίζονται από υψηλό ποσοστό ένδειας Σιδήρου στις γυναίκες. Τα ισχύοντα ως αποδεκτά επίπεδα φερριτίνης και αιμοσφαιρίνης στις γυναίκες προέρχονται από μια μελέτη μεγάλης κλίμακας (n=12.828) που πραγματοποιήθηκε από τους Waalen et al. Η μετα-ανάλυση της μελέτης αυτής από τους Rushton et al. έδειξε τελικά ένδεια Σιδήρου στο 38% των γυναικών που συμμετείχαν στη μελέτη, παρά την «αποδεκτή» τιμή φερριτίνης.
Συνεπώς, οι πληθυσμοί που χρησιμοποιήθηκαν για τις κλίμακες αναφοράς Σιδήρου για τις γυναίκες θεωρήθηκαν – εσφαλμένα – ότι είναι φυσιολογικοί, οδηγώντας στην προτυποποίηση του μη-φυσιολογικού επιπέδου ως φυσιολογικό. Υποστηρίζεται, λοιπόν, από τους Rushton et al. ότι υπάρχει μια σύγχυση με τον ορισμό της «φυσιολογικής» φερριτίνης ορού σε γυναίκες που στην πραγματικότητα έχουν ανεπαρκή αποθέματα Σιδήρου και το μόνο εμφανές σημείο είναι η χρόνια τελογενής απόπτωση (CTE).
Οι Rushton et al. ήδη από το 1990 δημοσίευσαν για πρώτη φορά στοιχεία που δείχνουν ότι η φερριτίνη μπορεί να σχετίζεται με τη γονιμότητα και τη CTE στις γυναίκες. Σε περιστατικά IDA, η φερριτίνη που βρίσκεται στα αναπτυσσόμενα τριχοθυλάκια φαίνεται πως αποδεσμεύεται στην κυκλοφορία προκειμένου να υποστηρίξει τη λειτουργία ζωτικών ιστών, όπως ο μυελός των οστών, με αποτέλεσμα τα τριχοθυλάκια να εισέρχονται σε πρώιμο τελογενές στάδιο. Οι Kantor et al., σε δημοσίευσή τους το 2000, που είναι και η μοναδική σχετική δημοσίευση με άρτια μεθοδολογία και πρωτόκολλο, επιβεβαίωσαν τη σχέση μεταξύ τριχόπτωσης και χαμηλών συγκεντρώσεων φερριτίνης ορού. Η ερευνητική αυτή ομάδα διατύπωσε τη «θεωρία ουδού» για τη δράση του Σιδήρου στα τριχοθυλάκια, δηλαδή ότι ανάλογα με την προδιάθεση ή την απουσία προδιάθεσης της γυναίκας ασθενούς για εκδήλωση τριχόπτωσης, τα ίδια επίπεδα Σιδήρου μπορούν να προκαλέσουν εκδήλωση τριχόπτωσης στις ασθενείς με προδιάθεση ενώ δεν επηρεάζουν καθόλου τις υπόλοιπες γυναίκες. Συγκεκριμένα, επίπεδα φερριτίνης <40ng/mL σχετίζονται ισχυρά με αύξηση του αριθμού των τριχοθυλακίων σε τελογενή φάση. Όταν τα επίπεδα φερριτίνης είναι μεταξύ 40-70ng/mL συνεχίζει να παρατηρείται τριχόπτωση και μόνον σε επίπεδα >70ng/mL τα τριχοθυλάκια επανέρχονται σε φυσιολογική κυκλικότητα και σε νέο αναγενές στάδιο. Τα στοιχεία από τη διπλή-τυφλή μελέτη των Kantor et al. επιβεβαίωσαν την ανοικτή μελέτη των Rushton et al. και απέδειξαν πως ένας σημαντικός αριθμός γυναικών με CTE θα ανταποκριθεί θετικά στη θεραπεία με Σίδηρο.
Επιπλέον, φαίνεται να υπάρχει «ελάχιστη συγκέντρωση φερριτίνης» που απαιτείται για τη βελτιστοποίηση της θεραπείας στη CTE. Δεν έχει ακόμη πλήρως αποσαφηνιστεί ποιο είναι το ελάχιστο επίπεδο φερριτίνης ορού που θα πρέπει να οριστεί ως φυσιολογικό, αλλά τα 70ng/mL, με φυσιολογικήταχύτητα καθίζησης ερυθρών (<10mm/h), είναι ένα συνιστώμενο θεραπευτικό επίπεδο-στόχος. Η συμπληρωματική αγωγή ή η διαιτητικές παρεμβάσεις που απαιτούνται για τη διατήρηση των συγκεντρώσεων φερριτίνης ορού >70ng/mL είναι το αντικείμενο συνεχιζόμενης έρευνας.
Γενικά, για γυναίκες με τριχόπτωση και χαμηλή φερριτίνη, απαιτείται συμπλήρωμα Σιδήρου 24-48mg ημερησίως κατά τα γόνιμα χρόνια, με χαμηλότερες απαιτήσεις στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.
Μελέτες που σχετίζουν CTE, FPHL και Σίδηρος
Η τριχόπτωση συνολικά ως κλινικό σημείο επηρεάζει >25% των γυναικών στις αναπτυγμένες χώρες. Η FPHL και η CTE αντιπροσωπεύουν την πλειονότητα των περιστατικών τριχόπτωσης. Σε αυτές τις δύο καταστάσεις, τα χαμηλά αποθέματα Σιδήρου θεωρούνται ως πιθανός υποβοηθητικός παράγοντας και σε αρκετές μελέτες έχουν συσχετισθεί ισχυρά τα χαμηλά επίπεδα φερριτίνης και η τριχόπτωση. Μια προοπτική μελέτη κοόρτης του Sinclair σε 194 γυναίκες ηλικίας 11-72 ετών που παρουσίαζαν CTE για διάστημα 6 ή περισσοτέρων μηνών, έδειξε ότι 12 γυναίκες (6%) είχαν φερριτίνη <20ng/mL, με φυσιολογική, όμως, συγκέντρωση αιμοσφαιρίνης, ενώ ιστολογικά επιβεβαιωμένη FPHL είχαν 7 από τις 12 γυναίκες. Οι ασθενείς με FPHL έλαβαν αγωγή με Spironolactone 200mg/ημ, καθώς και συμπλήρωμα Σιδήρου για 3-6 μήνες έως ότου η συγκέντρωση φερριτίνης έγινε >20ng/mL. Οι 4 από τις 7 γυναίκες με FPHL παρουσίασαν μείωση της τριχόπτωσης και αύξηση του όγκου των μαλλιών, ενώ 3 γυναίκες δεν είχαν βελτίωση. Αναφέρθηκε ποσοστό ανταπόκρισης των ασθενών με FPHL και συγκέντρωση φερριτίνης <20ng/mL παρόμοιο με τα ποσοστά ανταπόκρισης των 108 γυναικών με FPHL και φυσιολογικά αποθέματα Σιδήρου, που υποβλήθηκαν σε θεραπεία μόνο με Spironolactone. Μια άλλη μελέτη από τους Aydingöz et al. συνέκρινε 10 γυναίκες (μέση ηλικία 32 έτη) με FPHL, 33 ασθενείς με CTE και 46 υγιείς μάρτυρες. Η μελέτη δε διαπίστωσε καμιά διαφορά στην επικράτηση των ανεπαρκών αποθηκών Σιδήρου ή στην επικράτηση της IDA σε άτομα με τριχόπτωση, συγκριτικά με τους μάρτυρες. Ο Sinclair διαπίστωσε ότι μόνο 12 από τις 194 γυναίκες με FPHL (6,2%) είχαν επίπεδα φερριτίνης <20ng/mL και οι Aydingoz et al. δε διαπίστωσαν σημαντική διαφορά στη συχνότητα εντόπισης ανεπαρκών αποθεμάτων Σιδήρου σε όλες τις ασθενείς με διάχυτη αλωπεκία ή FPHL συγκριτικά με τους μάρτυρες (32,5% έναντι 45,6%). Σε προοπτική, ελεγχόμενη μελέτη, οι Rushton et al. μελέτησαν 40 προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες ηλικίας 18-47 ετών με FPHL. Οι 20 γυναίκες έλαβαν αγωγή με CPA για 12 μήνες, ενώ οι υπόλοιπες 20 αποτέλεσαν την ομάδα μαρτύρων. Σε καθεμιά από τις ομάδες, οι 10/20 γυναίκες είχαν φερριτίνη >40ng/mL και όλες είχαν συγκέντρωση αιμοσφαιρίνης >11,0g/dL. Διαπιστώθηκε σημαντική αύξηση στη μέση συνολική πυκνότητα των μαλλιών και αξιοσημείωτες διαφορές στην πυκνότητα μαλλιών στις ασθενείς που ήταν στην ομάδα θεραπείας με CPA και είχαν φερριτίνη >40ng/mL. Ασθενείς με φερριτίνη <40ng/mL δεν είχαν σημαντική μεταβολή στη μέση πυκνότητα των μαλλιών. Η ομάδα μαρτύρων είχε μια αξιοσημείωτη μείωση στη μέση συνολική πυκνότητα (p<0,05) και στην εμφανή πυκνότητα μαλλιών (p<0,05). Επιπλέον, δεν παρατηρήθηκε σχέση μεταξύ της φερριτίνης και της τριχόπτωσης στην ομάδα ελέγχου. Οι Rushton et al. μελέτησαν επίσης 100 προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες ηλικίας 14-54 ετών, οι οποίες εμφάνισαν CTE και 20 μάρτυρες ηλικίας 17-49 ετών. Από αυτές, 50 επιλέχθηκαν για βιοχημικές και αιματολογικές εξετάσεις. Από τις 50 ασθενείς (72%), οι 36 είχαν επίπεδα φερριτίνης <40ng/mL, που ήταν και η ελάχιστη τιμή μάρτυρα.
Οι Deloche et al. της L’Oréal Recherche, εκμεταλλευόμενοι την επιδημιολογική μελέτη SU.VI.MAX, αξιολόγησαν μια κοορτή 5110 γυναικών αναζητώντας μια πιθανή σχέση μεταξύ της FPHL και των αποθηκών Σιδήρου που εκτιμώνται με βάση τα επίπεδα φερριτίνης. Αυτή ήταν η πρώτη μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε μια τόσο πολύ μεγάλη κοορτή γυναικών και προσέφερε ισχυρά επιχειρήματα υπέρ μιας σχέσης μεταξύ ανεπαρκών αποθηκών Σιδήρου και τριχόπτωσης, ιδίως στην τριχόπτωση σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Συγκεκριμένα, μεταξύ γυναικών με εκτεταμένη τριχόπτωση, το 59% είχε Σίδηρο <40mg/L σε σύγκριση με τον πληθυσμό (48%) και οι ανεπαρκείς αποθήκες Σιδήρου θεωρήθηκαν παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση τριχόπτωσης. Το συμπέρασμα αυτό συμφωνεί με μελέτες των Rushton et al., που θεωρούν πως η μείωση των επιπέδων φερριτίνης αποτελεί πιθανό παράγοντα κινδύνου για CTE. Για παράδειγμα, μείωση 30 μονάδων στα επίπεδα φερριτίνης ορού σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, που παρουσιάζουν αρχική συγκέντρωση φερριτίνης ορού 70ng/mL οδηγεί σε αύξηση 28% της πιθανότητας για CTE. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται και από πρόσφατη δημοσίευση του 2009 από τους Moeinvaziri et al. σε 30 γυναίκες με CTE, στην οποία αναφέρεται πως γυναίκες με φερριτίνη <30ng/ml είχαν >2000% υψηλότερη πιθανότητα (OR=21,0) να εμφανίσουν CTE.
Σε αντίθεση με τα παραπάνω συμπεράσματα, σε πρόσφατη (2010) μελέτη των Olsen et al., που δημοσιεύτηκε στο JAAD, ελέγχθηκε αν η ένδεια Σιδήρου ήταν πιο κοινή σε 381 γυναίκες με FPHL και/ή CTE από ότι σε 76 γυναίκες χωρίς τριχόπτωση. Το συμπέρασμα ήταν πως η συχνότητα ένδειας Σιδήρου σε προ- ή μετ-εμμηνοπαυσιακές γυναίκες με ανδρογενετική αλωπεκία ή CTE δεν ήταν συχνότερη από την ομάδα ελέγχου. Όπως πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει η Olsen στον τίτλο παλαιότερης δημοσίευσής της το 2005 «Iron deficiency and hair loss: the jury is still out», δυστυχώς δηλαδή, δεν υπάρχει ακόμα οριστικό συμπέρασμα όσον αφορά το συσχετισμό Σιδήρου, φερριτίνης και τριχόπτωσης.
Τοπικό διάλυμα Σιδήρου
Όσον αφορά την τοπική χρήση Σιδήρου στο τριχωτό, οι αναφορές είναι ενδιαφέρουσες, αν και περιορισμένες σε αριθμό. Στην αρχική μελέτη του Hirobe διαφάνηκε πως το ferrous ferric chloride (FFC) διεγείρει τον πολλαπλασιασμό των κερατινοκυττάρων, μελανοβλαστών και μελανοκυττάρων στα πειραματόζωα. Μεταγενέστερες μελέτες του ίδιου ερευνητή έδειξαν πως το FFC διεγείρει και τον πολλαπλασιασμό των κερατινοκυττάρων, μελανοκυττάρων και ινοβλαστών και σε καλλιέργειες ανθρώπινων κυττάρων. Στην πιο πρόσφατη μελέτη του Hirobe, το FFC αναφέρθηκε ότι διεγείρει τις μεταβολικές διεργασίες των κυττάρων και προάγει την ανάπτυξη τριχοφυΐας στα ποντίκια. Από τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης δημοσίευσης, όμως, δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα, διότι τα δύο διαλύματα FFC που χρησιμοποιήθηκαν, το FFC Super Essence Plain Type® και το FFC Super Essence Moisture Type®, περιείχαν στη σύνθεσή τους πλήθος ουσιών βοτανικής προέλευσης με πιθανή συμμετοχή στη φυσιολογία του τριχοθυλακίου, όπως rose oil, grape seed oil και jojoba oil.
Επίσης, η τοπική χρήση Σιδήρου έχει αναφερθεί ότι προάγει την ανάπτυξη των τριχοθυλακίων σε συνδυασμό με το 5-aminolevulinic acid (5-ALA), μια ουσία που χρησιμοποιείται ευρέως στη φωτοδυναμική θεραπεία. Μελέτη των Ishino et al. έχει δείξει πως το 5-ALA μπορεί να αναχαιτίσει την τριχόπτωση, αλλά η φωτοτοξική δράση του ενίοτε οδηγεί σε παράδοξη θραύση των τριχών αν ο ασθενής εκτίθεται σε ηλιακή ακτινοβολία. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα, έγιναν προσπάθειες συνδυασμού του 5-ALA με άλατα Σιδήρου και ουρία και το διάλυμα εφαρμόστηκε σε ασθενείς με ανδρογενετική αλωπεκία. Στη μελέτη των Tanaka et al., εφαρμόστηκε μείγμα 5-ALA, ουρίας και Σιδήρου, σε 20 άνδρες με ανδρογενετική αλωπεκία, για 4 εβδ. Οι συγγραφείς ανακοίνωσαν ανάπτυξη τριχοφυΐας και μάλιστα αποφάσισαν να πατεντάρουν τη σύνθεση του μείγματος. Μεταγενέστερη δημοσίευση των Morokuma et al. που εφάρμοσαν το συγκεκριμένο μείγμα σε ποντίκια, ανέφερε τριχογενετικό δυναμικό αντίστοιχο με το διάλυμα Minoxidil 5%. Εντούτοις, η φωτοευαισθησία που προκαλεί το 5-ALA το καθιστά ελάχιστα «ελκυστική» λύση ενάντια στην ανδρογενετική αλωπεκία. Μέχρι το τέλος του 2012 δεν υπάρχει εμπορική διάθεση κάποιου τέτοιου προϊόντος.
Πηγές στα τρόφιμα
Ο Σίδηρος ανευρίσκεται σε τροφές ζωικής και φυτικής προέλευσης. Τα σκουρόχρωμα λαχανικά, όπως ο μαϊντανός και το σπανάκι καθώς και τα αποξηραμένα σύκα, περιέχουν μεγάλα ποσά Σιδήρου. Τροφές με μεγάλη περιεκτικότητα σε Σίδηρο είναι όλα τα κόκκινα και λευκά κρέατα, ενώ τα συσκευασμένα δημητριακά είναι συχνά ενισχυμένα με Σίδηρο και η κατανάλωσή τους στο πρωινό μπορεί να καλύψει πλήρως τις ημερήσιες ανάγκες. Η απορρόφηση του Σιδήρου, όμως, από το κρέας και τα γαλακτοκομικά προϊόντα είναι 20-30%, ενώ από τα φυτικά προϊόντα είναι μόλις 25%.75 Η ικανότητα απορρόφησης Σιδήρου μειώνεται με την ηλικία και είναι χρήσιμο ο Σίδηρος να λαμβάνεται ταυτόχρονα με Vit C ή Vit A που αυξάνουν την απορρόφησή του έως και 50%, ειδικά όταν ο Σίδηρος είναι φυτικής προέλευσης.
Απαιτήσεις
Η Συνιστώμενη Ημερήσια Δόση (RDA) για ενήλικο άνδρα είναι 8mg και η διατροφή που περιέχει αρκετά φρούτα για τη λήψη Vit C εξασφαλίζει τη σωστή απορρόφηση αυτής της ποσότητας Σιδήρου. Η Συνιστώμενη Ημερήσια Δόση (RDA) για έφηβες κοπέλες είναι 15mg, για προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες είναι 18mg και για εγκύους ή θηλάζουσες τα 27mg. Μια φυσιολογική διατροφή παρέχει τον αναγκαίο Σίδηρο, αφού το ανθρώπινο σώμα μπορεί και τον ανακυκλώνει, αλλά και αναπληρώνει μέσω της διατροφής αυτόν που αποβάλλεται φυσιολογικά. Το ανθρώπινο σώμα απορροφά περίπου το 15% του Σιδήρου που δέχεται από τις τροφές, αλλά μπορεί να αυξήσει την απορρόφηση σε περιπτώσεις έλλειψης ή να τη μειώσει σε περιπτώσεις υπερεπάρκειας. Η επαρκής πρόσληψη (AI) είναι 6mg και το ανώτερο ανεκτό επίπεδο πρόσληψης (UL) είναι 45mg για όλες τις ηλικίες και για τα δύο φύλα.
Έλλειψη – Υπερεπάρκεια – Ασφάλεια
Στους άνδρες, οι συχνότερες αιτίες έλλειψης Σιδήρου είναι η τακτική λήψη αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, που προκαλεί μικροαιμορραγίες στο στομάχι και απώλεια Σιδήρου, όπως και η δυσαπορρόφηση Σιδήρου λόγω παθήσεων του στομάχου. Επίσης, η συχνή αιμοδοσία έχει ενοχοποιηθεί για ένδεια Σιδήρου. Στις γυναίκες, η ένδεια Σιδήρου προκαλείται κυρίως από τη μηνιαία απώλεια αίματος με την έμμηνο ρύση, ειδικότερα σε γυναίκες που δεν προσλαμβάνουν ικανοποιητική ποσότητα Σιδήρου από κόκκινο κρέας, σε γυναίκες που έχουν μηνορραγία (>80ml/κύκλο), που ακολουθούν vegetarian δίαιτες και που έχουν νωρίτερα μειωμένα αποθέματα. Η παρατεταμένη ένδεια Σιδήρου οδηγεί σε σιδηροπενική αναιμία (IDA) που χαρακτηρίζεται από αίσθημα κόπωσης και αδυναμίας, λαχάνιασμα, ζάλη και δυσκολία συγκέντρωσης, ενώ εμφανίζονται έλκη στο στόμα και τριχόπτωση.
Όταν εγκατασταθεί IDA, παύει η παραγωγή φερριτίνης από το ήπαρ. Βιοχημικές εξετάσεις αίματος που ελέγχουν τα επίπεδα Σιδήρου, φερριτίνης, τρανσφερίνης, αλλά και γενική εξέταση αίματος για την παρουσία IDA είναι απαραίτητες πριν δοθεί συμπληρωματική αγωγή Σιδήρου, η οποία ενδείκνυται μόνο σε αποδεδειγμένη ένδεια και σε IDA. Στις περιπτώσεις αυτές προτιμάται η μορφή Ferrous από τη μορφή Ferric, καθότι απορροφάται καλύτερα. Επειδή η συμπληρωματική λήψη Σιδήρου σχετίζεται με γαστρεντερικά ενοχλήματα, πρέπει να αυξάνεται σταδιακά η δόση και να λαμβάνεται μαζί με κάθε γεύμα και όχι σε μία δόση. Μέγιστη ανεκτή ημερήσια δοσολογία Σιδήρου σε φυσιολογικούς άνδρες είναι 45mg και 75mg για τις γυναίκες, αλλά εξαρτάται πάντοτε από τα επίπεδα Σιδήρου στον ορό και στις αποθήκες. Ο Σίδηρος σε δόσεις μεγαλύτερες από 100mgr έχει την ιδιότητα να αποθηκεύεται στο ήπαρ και σε άλλα όργανα και να έχει τοξική δράση. Συνεπώς, δεν πρέπει να υπερβαίνεται η δοσολογία.
Συμπεράσματα μέχρι στιγμής
Η εκτίμηση του επιπέδου φερριτίνης αποτελεί μέρος της καθημερινής «τυποποιημένης» έρευνας και οι Δερματολόγοι συνταγογραφούν συχνά συμπληρώματα Σιδήρου σε γυναίκες με τριχόπτωση, με την «παραδοχή» ότι τα χαμηλά αποθέματα Σιδήρου προκαλούν τριχόπτωση. Τα επιδημιολογικά δεδομένα είναι όμως αντικρουόμενα και δεν έχουν κατορθώσει μέχρι στιγμής να τεκμηριώσουν ισχυρά αυτή την πρακτική. Οι διάφορες μελέτες παρατήρησης έχουν αξιολογήσει τη σχέση μεταξύ των μειωμένων επιπέδων φερριτίνης και της τριχόπτωσης και έχουν καταλήξει και αυτές σε αντικρουόμενα συμπεράσματα. Η ένδεια Σιδήρου χωρίς αναιμία δεν είχε μελετηθεί συστηματικά μέχρι πρόσφατα ως αιτιολογικός παράγοντας για την τριχόπτωση στις γυναίκες, καθώς και η σημασία των αποθεμάτων Σιδήρου, όπως αυτά εκτιμώνται με βάση τα επίπεδα φερριτίνης ορού σε γυναίκες με τριχόπτωση.
Κάποιοι εκτιμούν πως ο ρόλος των επιπέδων Σιδήρου στη γυναικεία τριχόπτωση έχει πιθανώς υπερεκτιμηθεί, καθώς αναφέρουν πως η πλειοψηφία (61,9%) των γυναικών με τριχόπτωση που οφείλεται σε FPHL, CΤΕ ή συνδυασμό και των δύο, έχουν φερριτίνη πάνω από την οριακή τιμή με ευαισθησία 92% και ειδικότητα 98% για τη διάγνωση της ένδειας Σιδήρου (30ng/ml). Εντούτοις, σύμφωνα με τις μελέτες των Rushton et al. είναι σαφώς πιο αποτελεσματικό η τιμή-στόχος της φερριτίνης να είναι τα 70ng/ml. Αντίθετα, η έλλειψη Σιδήρου δεν έχει σχετισθεί με την ανδρογενετική αλωπεκία στους άνδρες σε καμία μελέτη έως τώρα. Μέχρι το 2012 δεν υπάρχουν αρκετές αποδείξεις που θα δικαιολογούσαν το γενικό πληθυσμιακό έλεγχο επιπέδων Σιδήρου σε ασθενείς με τριχόπτωση, ενώ τα στοιχεία είναι ανεπαρκή για την ένδειξη χορήγησης Σιδήρου σε ασθενείς με τριχόπτωση και χαμηλή φερριτίνη που, όμως, δεν πάσχουν από IDA.
Η απόφαση για οποιοδήποτε από τα παραπάνω θα πρέπει να βασίζεται στην κλινική κρίση του ιατρού. Είναι προτιμότερο να μην αποδοθεί αβασάνιστα η τριχόπτωση στα χαμηλά αποθέματα Σιδήρου, αλλά να εξασφαλίσουν ότι έχουν αποκλειστεί εναλλακτικές αιτίες της τριχόπτωσης και να γίνει έναρξη της τριχογενετικής αγωγής το συντομότερο. Καθότι, όμως, η FPHL είναι κοινή στις γυναίκες και καθώς η δυνατότητα αναστροφής της FPHL μέσω per os χορήγησης αντιανδρογόνων είναι περιορισμένη, ένας ταυτόχρονος στόχος είναι τα επίπεδα φερριτίνης να ανέρχονται σε >70ng/ml προκειμένου να υποβοηθούν τη δράση της όποιας τριχογενετικής αγωγής.
ΣΥΝΟΨΗ
Οι κυριότερες δυσκολίες στο συσχετισμό τριχόπτωσης και επιπέδων Σιδήρου είναι αφενός πως τα αίτια της τριχόπτωσης συχνά αλληλοκαλύπτονται χρονικά στον ίδιο ασθενή, αφετέρου δεν υπάρχει ομοφωνία για το ελάχιστο φυσιολογικό επίπεδο φερριτίνης. Κατά πόσο η χαμηλή φερριτίνη ορού είναι αιτιολογική παράμετρος για τριχόπτωση, για ποιο αίτιο τριχόπτωσης συγκεκριμένα και σε ποια συγκέντρωση «πυροδοτούνται» οι μηχανισμοί που συνδέονται με χαμηλή φερριτίνη και τριχόπτωση είναι ακόμα θολά σημεία. Είναι λανθασμένη η υπεραπλούστευση πως αν βρεθούν μειωμένα επίπεδα φερριτίνης σε γυναίκα με τριχόπτωση έχει «εξηγηθεί» το αίτιο της τριχόπτωσης. Ταυτόχρονα, είναι συνετό πριν από τη λήψη τριχογενετικής αγωγής σε αυτές τις γυναίκες να γίνεται αρχικά προσπάθεια τα επίπεδα φερριτίνης να είναι >70ng/ml και επί αυτού του «εδάφους» και μόνον να δίνεται η αγωγή.
Πηγή: Αναστασάκης Κων/νος MD, PhD, “Ανδρογενετική Αλωπεκία απο το Α έως το Ω”, Συμπλήρωματα Διατροφής και Ανδρογενετική Αλωπεκία σελ. 407-414, Β’ Έκδοση, Εκδόσεις Ζεβελεκάκη, Αθήνα 2017